κοσμοφύλαξ

κοσμοφύλαξ
κοσμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)
1. αυτός που φρουρεί το σύμπαν
2. ανώτερο ιερατικό αξίωμα, ο φύλακας τής τάξης και ευπρέπειας τής Εκκλησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφυλακώ — κοσμοφυλακῶ, έω (Μ) [κοσμοφύλαξ] 1. έχω το εκκλησιαστικό αξίωμα τού κοσμοφύλακα, είμαι φύλακας τού εκκλησιαστικού κόσμου, τής τάξης και ευπρέπειας τής Εκκλησίας 2. είμαι φύλακας τού κόσμου, τού σύμπαντος …   Dictionary of Greek

  • ԱՇԽԱՐՀԱՊԱՀ — (ի, աց.) NBH 1 0263 Chronological Sequence: Unknown date, 5c ա. κοσμοφύλαξ mundi custos Պահապան աշխարհի. *Աշխարհապահ հրեշտակքն, կամ հրեշտակաց. Ածաբ. ժղ.: Նախադր. ժղ: Ճ. ՟Թ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”